- συμποσιαστής
- οαυτός που παίρνει μέρος σε συμπόσιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συμποσιαστής — ο, ΝΑ [συμποσιάζω] αυτός που μετέχει σε συμπόσιο αρχ. μέλος θρησκευτικού ομίλου … Dictionary of Greek
συνθοινάτωρ — ορος, ὁ, Α μέτοχος σε ευωχία, σε συμπόσιο, συμποσιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θοινάτωρ «συμποσιαστής, ευωχούμενος» (< θοινῶ «τρώγω, παρέχω συμπόσιο»)] … Dictionary of Greek
θοινάτωρ — θοινάτωρ, ορος, ὁ (Α) θοινατήρ*, συμποσιαστής, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο, ο ευωχούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θοινώ + επίθημα τωρ (πρβλ. γενέ τωρ, ευπά τωρ, συνδαί τωρ)] … Dictionary of Greek
θοινήτωρ — θοινήτωρ, ορος, ὁ (Α) συμποσιαστής, συνδαιτυμόνας, ευωχούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοινάτωρ*] … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
συγχλοάζομαι — Μ 1. βόσκω στην ίδια χλόη με άλλον 2. μτφ. μετέχω σε συμπόσιο μαζί με άλλον, είμαι συμποσιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χλοάζομαι «τρώω χλόη» (< χλόη)] … Dictionary of Greek
συμποσιαστικός — ή, όν, Μ [συμποσιαστής] αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά τη διάρκεια συμποσίου … Dictionary of Greek